σαρκάζω

σαρκάζω
ΝΜΑ, και αιολ. τ. συρκίζω Α
μιλώ ειρωνικά, χλευάζω κάποιον με κακή διάθεση, σκώπτω, περιπαίζω κάποιον
αρχ.
1. σχίζω εντελώς την σάρκα με τα δόντια μου όπως τα σκυλιά («ἔλκουσιν δ' ὅμως γλισχρότατα σαρκάζοντες ὥσπερ κυνίδια», Αριστοφ.)
2. (για ζώα που βόσκουν) κόβω και τρώγω χόρτα αποσπώντας τα με σφιγμένα χείλη
3. δαγκώνω τα χείλη μου από θυμό ή από οργή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός. Το ρ. σαρκάζω χρησιμοποιήθηκε αρχικά με την σημ. «σχίζω την σάρκα» και «κόβω χόρτα, αφού τά αποσπάσω με σφιγμένα χείλη», από όπου προήλθε η σημ. «δαγκώνω τα χείλη μου από θυμό» και, κατ' επέκταση, «μιλώ ειρωνικά, χλευάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σαρκάζω — tear fiesh like dogs pres subj act 1st sg σαρκάζω tear fiesh like dogs pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκάζω — σαρκάζω, σάρκασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σαρκάζω — σάρκασα, γελώ χαιρέκακα, ειρωνεύομαι με κακεντρέχεια: Εμείς υποφέρουμε κι αυτός σαρκάζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαρκάζει — σαρκάζω tear fiesh like dogs pres ind mp 2nd sg σαρκάζω tear fiesh like dogs pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάρκαζε — σαρκάζω tear fiesh like dogs pres imperat act 2nd sg σαρκάζω tear fiesh like dogs imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκάζειν — σαρκάζω tear fiesh like dogs pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκάζοντας — σαρκάζω tear fiesh like dogs pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκάζοντες — σαρκάζω tear fiesh like dogs pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκάζων — σαρκάζω tear fiesh like dogs pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασαρκῶν — κατά ἀσαρκέω make lean pres part act masc nom sg (attic epic doric) κατά σαρκάω pres part act masc voc sg κατά σαρκάω pres part act neut nom/voc/acc sg κατά σαρκάω pres part act masc nom sg (attic epic ionic) κατά σαρκάω pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”