- σαρκάζω
- ΝΜΑ, και αιολ. τ. συρκίζω Αμιλώ ειρωνικά, χλευάζω κάποιον με κακή διάθεση, σκώπτω, περιπαίζω κάποιοναρχ.1. σχίζω εντελώς την σάρκα με τα δόντια μου όπως τα σκυλιά («ἔλκουσιν δ' ὅμως γλισχρότατα σαρκάζοντες ὥσπερ κυνίδια», Αριστοφ.)2. (για ζώα που βόσκουν) κόβω και τρώγω χόρτα αποσπώντας τα με σφιγμένα χείλη3. δαγκώνω τα χείλη μου από θυμό ή από οργή.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός. Το ρ. σαρκάζω χρησιμοποιήθηκε αρχικά με την σημ. «σχίζω την σάρκα» και «κόβω χόρτα, αφού τά αποσπάσω με σφιγμένα χείλη», από όπου προήλθε η σημ. «δαγκώνω τα χείλη μου από θυμό» και, κατ' επέκταση, «μιλώ ειρωνικά, χλευάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.